ἀλάλαγμα

ἀλάλαγμα
ἀλάλαγμα
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλάλαγμα — το (Α ἀλάλαγμα) [ἀλαλάζω] κραυγή χαράς, επινίκιο άσμα, κραυγή πολεμιστών ή άλλου πλήθους ανθρώπων, χλαλοή …   Dictionary of Greek

  • ἀλαλαγμάτων — ἀλάλαγμα neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαλάγμασιν — ἀλάλαγμα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαλάγματι — ἀλάλαγμα neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλαλάζω — (Α ἀλαλάζω) φωνάζω δυνατά και με ενθουσιασμό, κραυγάζω αρχ. 1. βγάζω πολεμική κραυγή κατά την έναρξη τής μάχης 2. φωνάζω από πόνο ή θλίψη 3. ηχώ δυνατά. Στην Π. και Κ. Διαθήκη δοξολογώ («ἀλαλάξατε τῷ Κυρίῳ πᾱσα ἡ γῆ») και κροτώ, κουρταλίζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”